- κατοχέων
- κατοχεύςholdermasc gen plκατοχέω̆ν , κατοχεύςholdermasc gen plκατοχήholding fastfem gen pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελαφωνύχι — το το κινητό τεμάχιο τών γαλλικών κατοχέων το οποίο έχει σχήμα οπλής ελαφιού και χρησιμεύει για να συγκρατεί την αλυσίδα τών πλοίων … Dictionary of Greek